πρόχειρος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. πρόχειρος <πρό πρόθ. + χείρ], πρόχειρος. 1. που μπορεί εύκολα να διατεθεί, να χρησιμοποιηθεί: «έχεις πρόχειρο ένα εικοσάρικο που το χρειάζομαι; || σου βρίσκεται πρόχειρη μια σκάλα που τη χρειάζομαι;». 2. που χρησιμοποιείται τυχαία, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, ή που επιστρατεύεται για να καλύψει τις καθημερινές ανάγκες: «μας βρήκαν απροετοίμαστους κι έκανα ένα πρόχειρο φαγητό, για να περάσουμε το μεσημέρι || δεν περίμενα ποτέ από σένα να μου κάνεις τέτοια πρόχειρη κατασκευή || καθημερινά χρησιμοποιούμε το πρόχειρο σερβίτσιο». 3. το ουδ. ως ουσ. το πρόχειρο, μαθητικό τετράδιο για πρόχειρα γραψίματα ή λογιστικό βιβλίο για πρόχειρες λογιστικές σημειώσεις: «έγραψα στο πρόχειρο τα προβλήματα που μας έγραψε ο δάσκαλος στον πίνακα»·
- εκ του προχείρου, α. χωρίς προπαρασκευή: «δε σας περίμενα βραδιάτικα κι έτσι θα φάμε κάτι εκ του προχείρου». β. χωρίς προπαρασκευαστική μελέτη: «έβγαλε έναν λόγο εκ του προχείρου για να πει κι αυτός κάτι»·
- ποιητής εκ του προχείρου έχων τη μορφή του χοίρου, βλ. λ. ποιητής·
- πρόχειρα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- φόρεσε κάτι πρόχειρο, (για ρούχα) φόρεσε όχι επίσημα ρούχα, φόρεσε ρούχα καθημερινά: «φόρεσε κάτι πρόχειρο και πήγε στο καφενείο».